φυλακίτις

φυλακίτις
-ίτιδος, ἡ, Α
(στους Πυθαγορείους) ο αριθμός επτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. θηλ. τού φυλακίτης* από φύλαξ, -ακος + κατάλ. -ῖτις / -ίτιδα*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φυλακῖτις — seven fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ίτιδα — (ΑΜ ῑτις) κατάλ. θηλ. ουσ. τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. τις ( ι τις), που σχηματίστηκε κατά την κατάλ. αρσενικών ίτης*. Τα ουσ. σε ιτις στην Αρχαία Ελληνική δεν χρησιμοποιούνταν μόνο ως θηλ. αντίστοιχων αρσενικών σε ίτης (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”